Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διερευνάω-ῶ
διερεύνησις
διερευνητέον
διερεύνησις,
εως
(
ἡ
) investigation,
Clém.
919 ;
Jambl.
(
Stob.
Fl.
81, 17
).
Étym.
διερευνάω
.