διερμηνεύω

διέρομαι

διερός
δι·έρομαι (impf. ou ao. 2, 3 sg. διήρετο, DC. 38, 4 ; inf. διερέσθαι, Plat. Phil. 42e) interroger, demander.
Étym. διά, ἔρω, cf. διείρομαι.