Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διερρήθην
διερριμμένως
διερρύηκα
διερριμμένως,
adv.
d’une manière décousue, en désordre,
Pol.
3, 58, 3 ;
Clém.
1, 753
b
;
2, 556
c
Migne
.
Étym.
διαρρίπτω
.