Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διερυθαίνομαι
διέρυθρος
διερύκω
δι·έρυθρος,
ος, ον
[
ῠ
] mélangé de rouge,
Diosc.
3, 11
.
Étym.
διά, ἐρυθρός
.