διέρχομαι

διέρω

διερωτάω-ῶ
*δι·έρω (f. διερῶ, pf. διείρηκα ; pass. ao. διερρήθην, pf. διείρημαι) dire en distinguant, d’où dire nettement ou expressément, Plat. Leg. 809e, 813a, 932e ; διείρηκεν ὁ νόμος, Dém. 465, 20, la loi dit expressément ; τὸ διειρημένον, Dém. 219, 23, ordre formel (διά, ἔρω ; cf. le prés. διαγορεύω et l’ao. 2 διεῖπον).