διεξίημι

διεξικνέομαι-οῦμαι

διεξίμεναι
δι·εξικνέομαι-οῦμαι (ao. 2 opt. 3 sg. -ίκοιτο) parvenir, avec εἰς et l’acc. Pol. 10, 29, 3.