Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δικαιοκρισία
δικαιοκρίτης
δικαιοκτόνος
δικαιο·κρίτης,
ου
(
ὁ
) [
ῐρῐ
] juge équitable,
Spt.
2 Macc.
14, 41 ;
Esth.
8, 13 ;
Sib.
3, 704
.
Étym.
δ. κριτής
.