δικαιοποιέω-ῶ

δικαιόπολις

Δικαιόπολις
δικαιό·πολις, εως (ὁ, ἡ) [δῐ] dont les cités pratiquent la justice, en parl. d’une île, Pd. P. 8, 30.
Étym. δ. πόλις.