Δικαιοτέλης

δικαιότης

δικαιόω-ῶ
δικαιότης, ητος () [] justice, Xén. An. 2, 6, 26 ; Cyr. 8, 8, 13 ; Plat. Prot. 321b ; Gorg. 508a.
Étym. δίκαιος.