δικατάληκτος

δικαταληξία

δικαυλέω-ῶ
δικαταληξία, ας () [δῐ] faculté de se terminer par une syllabe brève ou longue, M. Vict. 6-1, p. 62, 12, 16 Gramm. lat. Keil.
Étym. δικατάληκτος.