δικραιόω-ῶ

δίκραιρος

δίκρανος
δί·κραιρος, ος, ον :
1 à deux cornes, ép. de Pan, Anth. 6, 32 ||
2 fourchu, A. Rh. 4, 1613.
Étym. δίς, κραῖρα.