δικρατής

δίκροος-ους

δίκρος
δί·κροος-ους, οος-ους (ou subst. -όα, v. ci-dessous), οον-ουν, ou δικρόος-οῦς, όος-οῦς, όον-οῦν :
1 à deux pointes, d’où fourchu, Arstt. H.A. 3, 1, 20 ; 8, 2, 20 ; P.A. 2, 17, 6, etc. ||
2 subst. ἡ δικρόα, Arstt. H.A. 3, 1, forme fourchue d’un organe ; τὰ δικρᾶ, Xén. Cyn. 2, 7, fourche pour soutenir les filets.
Étym. δίς, κρούω.