δικταμνίτης οἶνος

δίκταμνον

δίκταμνος
δίκταμνον, ου (τὸ) dictame, plante médicinale, originaire du mont Diktè, en Crète, Arstt. H.A. 9, 6, 2.
Étym. Δίκτη.