Δίκτη

δικτυάλωτος

δικτυϐολέω-ῶ
δικτυ·άλωτος, ος, ον [] pris dans un filet, Syn. Insomn. 9, 1308 d Migne.
Étym. δίκτυον, ἁλίσκομαι.