δικτυϐολέω-ῶ

δικτυϐόλος

δικτύδιον
δικτυ·ϐόλος, ου () [] qui jette le filet, pêcheur, Anth. 6, 105 ; Opp. H. 4, 578.
Étym. δίκτυον, βάλλω.