Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δίλοφος
διλοχία
διλοχίτης
δι·λοχία,
ας
(
ἡ
) [
δῐ
] double compagnie,
Pol.
10, 21, 4 ;
El. tact.
8, 2
.
Étym.
δίς, λόχος
.