διμοιριαῖος

διμοιρίτης

δίμοιρος
διμοιρίτης, ου () [ῐῑ]
1 qui a double ration ou double solde, Arr. An. 6, 9, 3 ; 7, 23, 3 ||
2 chef d’une demi-cohorte, Luc. D. mer. 9, 5 ; J. tr. 48 ; El. tact. 5, 2.
Étym. διμοιρία.