Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δίμορφος
διμόρφωτος
δίμυξος
δι·μόρφωτος,
ος, ον
[
ῐ
]
c. le préc.
Man.
4, 452
.
Étym.
δίς, μορφόω
.