Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διόγκωσις
διόγνητος
Διόγνητος
διό·γνητος,
ος, ον
[
ῐ
]
c.
διογενής,
Hés.
Sc.
340
.
Étym.
Διός, γίγνομαι
;
cf.
διογενής
.