δίοσμος

διόσπυρος

διόστεος
διόσ·πυρος, ου () ou διόσ·πυρον, ου (τὸ) seul. gén. et dat. sorte de cerise, Th. H.P. 3, 13, 3 ; Gal. 6, 357.
Étym. Διός, πυρός.