διουρέω-ῶ

διουρητικός

διουρίζω
διουρητικός, ή, όν, qui fait uriner, diurétique, Hpc. Acut. 392 ; Hippiatr. 101, 8 ; 114, 9, etc. ; Diocl. (Gal. 6, 301c) ; etc.
Étym. διουρέω.