διπαλαιστιαῖος

διπάλαιστος

δίπαλτος
δι·πάλαιστος, ος, ον [ῐᾰλ] long ou large de deux palmes, Xén. Cyn. 2, 4 ; Pol. 27, 9, 2.
Étym. δίς, παλαιστή.