διφαλαγγαρχία

διφαλαγγία

δίφας
δι·φαλαγγία, ας () [ῐφᾰ] double phalange (un peu plus de 8 000 hommes) Pol. 2, 66, 9 ; 12, 20, 7 ; El. tact. 36, 4 ; 37, 2.
Étym. δίς, φάλαγξ.