διφροφόρος

διφρυγής

διφυής
δι·φρυγής, ής, ές,[] deux fois rôti ; subst. τὸ διφρυγές, Diosc. 5, 120 ; Gal. 13, 261, tutie, sorte d’oxyde.
Étym. δίς, φρύγω.