Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διφθερίας
διφθέρινος
διφθερίς
διφθέρινος,
η, ον,
de peau, de cuir,
Xén.
An.
2, 4, 28 ;
Str.
155
.
Étym.
διφθέρα
.