διπλασιασμός

διπλασιεπιδιμερής

διπλασιεπιδίτριτος
διπλασι·επι·διμερής, ής, ές, plus grand de 2 ⅔, Nicom. Arithm. p. 104, l. 20 Ast.
Étym. διπλάσιος, ἐπί, διμερής.