διπλασιεπίπεμπτος

διπλασιεπιτέταρτος

διπλασιεπιτετραμερής
διπλασι·επι·τέταρτος, ος, ον, plus grand de 2 ¼, Nicom. Arithm. 102, 1 ; 103, 7 ; Jambl. 69a, etc.