δίσκος

δίσκουρα

δισκοφόρος
δίσκουρα, ων (τὰ) portée du disque : ἐς δίσκουρα, Il. 23, 523, à la distance d’un jet de disque (cf. δίσκου οὖρα, Il. 23, 431).
Étym. δίσκος, οὖρον.