δισμυριάς

δισμύριοι

δισπιθαμαῖος
δισ·μύριοι, αι, α [] vingt mille, Hdt. 1, 32 ; Plat. Ion 535d ; ἵππος δισμυρία, Luc. Zeux. 8, corps de 20 000 cavaliers.