δισπίθαμος

δισπόνδειος

δισπόνδιος
δι·σπόνδειος, ος, ον, composé de deux spondées : ὁ δ. Héph. 3, 3 ; Hermog. 3, 231 Walz, double spondée ||
E δισπονδεῖος, A. Quint. p. 48 ; δισπόνδιος, T. Maur. 1473.
Étym. δίς, σπονδεῖος.