δισπορέω-ῶ

δισσάκις

δισσακιτετρόργυιος
δισσάκις, poét. δισσάκι [] adv. deux fois, Arat. 968 ||
E -άκι, Anth. 7, 429 ; διττάκι, Q. Sm. 2, 56.
Étym. δισσός.