δισσόκερας

δισσολογέω-ῶ

δισσολόγος
δισσολογέω-ῶ, exprimer deux fois la même idée (p. ex. στεφάνῳ στεφανῶσαι, Ar. Pl. 585) Sch.-Ar. ibid.
Étym. δισσολόγος.