διστοιχία

δίστοιχος

δίστολος
δί·στοιχος, ος, ον, disposé sur deux rangs, Arstt. H.A. 2, 1, 52 ; 2, 13, 8 ; Th. H.P. 8, 4, 2.
Étym. δίς, στοῖχος.