διτριχιάω-ῶ

διτρόχαιος

Διτύλας
δι·τρόχαιος, ου () s. e. πούς, double trochée, Drac. 129, 16 ; Héph. 3, 3 ; A. Quint. p. 48, 55.
Étym. δίς, τροχαῖος.