διηγέομαι-οῦμαι

διήγημα

διηγηματικός
διήγημα, ατος (τὸ) récit, Pol. 1, 14, 6 ; 4, 39, 11 ; Spt. Deut. 28, 37 ; etc. ; blâmé par Hdn gr. Philet. p. 430 Pierson.
Étym. διηγέομαι.