διηρεφής

διῃρημένως

διήρης
διῃρημένως, adv.
1 séparément, M. Ant. 11, 16 ; Hld. 10, 23 ||
2 t. de gr. avec diérèse, Hdn gr. Philet. p. 407 Pierson.
Étym. διαιρέω.