δογματοποιέω-ῶ

δογματοποιΐα

δοθῆναι
δογματο·ποιΐα, ας () [μᾰ] constitution ou exposition (d’une doctrine) Aristob. (Eus. P.E. 13, 664) ; Nyss. 2, 672 d.
Étym. δόγμα, ποιέω.