δοθιηνικόν

δοιάζω

Δοιάντιον πεδίον
δοιάζω (seul. impf. itér. δοιάζεσκον) être dans le doute, hésiter, A. Rh. 3, 819.
Étym. δοιός, cf. δοάζω 2.