Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δοκιμαστικῶς
δοκιμαστός
δοκιμεῖον
δοκιμαστός,
ή, όν
[
ῐ
] essayé, éprouvé,
DL.
7, 105
.
Étym.
vb. de
δοκιμάζω
.