δόκημα

δοκησιδέξιος

δοκησίνοος-ους
δοκησι·δέξιος, ος, ον [] qui se croit habile, avisé, Phérécr. (Ath. 122e) ; Callias (Poll. 4, 9).
Étym. δόκησις, δεξιός.