δοκησισοφία

δοκησίσοφος

δοκηταί
δοκησί·σοφος, ος, ον [] qui se croit sage ou habile, Ar. Pax 44 ; Clém. Str. 1, 313, 314 ; Phil. 1, 605, etc.
Étym. δόκησις, σοφός.