δολιχήρετμος

δολιχήρης

δολιχογραφία
δολιχ·ήρης, ης, ες [] ajusté longuement, d’où long, Nic. Th. 183 ; Opp. H. 1, 408 ; 2, 497.
Étym. δολιχός, *ἄρω.