Δολιεῖς

δολιεύομαι

δολίζω
δολιεύομαι, user d’artifice, Spt. Gen. 37, 17 (ao. ἐδολιεύσαντο) ; λόγος δεδολιευμένος, Sext. P. 2, 229, discours plein d’artifice.
Étym. δόλιος.