δολοφρονέων

δολοφροσύνη

δολόφρων
δολοφροσύνη, ης () [] ruse, fourberie, Il. 19, 97, 112 ||
E Dat. pl. épq. -ύνῃσ’ (pour -ύνῃσι), Il. 19, 97 ; -ύνῃσιν, A. Rh. 4, 687.
Étym. δολόφρων.