δοριαλωσία

δοριάλωτος

δορίγαμϐρος
δορι·άλωτος, ος, ον [ῐᾰ] conquis par la lance, pris à la guerre (cf. αἰχμάλωτος) en parl. de pers. Eur. Tr. 518 ; d’un pays, Hdt. 8, 74 ; 9, 4 ||
E Ion. δουριάλωτος, Soph. Aj. 211.
Étym. δόρυ, ἁλωτός.