Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δορικανής
δορικμής
δορικός
*δορι·κμής,
seul. ion. ou poét.
δουρι·κμής,
ῆτος
(
ὁ, ἡ
)
c. le préc.
Eschl.
Ch.
365
.
Étym.
δόρυ, κάμνω
.