δορίγαμϐρος

δοριθήρατος

δορικανής
δορι·θήρατος, ος, ον [ῐᾱ] pris à la guerre, Eur. Tr. 574 ; avec πρός et le gén. Eur. Hec. 105.
Étym. δόρυ, θηράομαι.