δοριστέφανος

δοριτίνακτος

δορίτμητος
δορι·τίνακτος, ος, ον [ῐῐ] ébranlé par les lances : δοριτίνακτα δ’ αἰθὴρ ἐπιμαίνεται, Eschl. Sept. 155 dout. l’air y répond par le sifflement furieux des lances qui l’ébranlent.
Étym. δόρυ, τινάσσω.