δοξοκαθαιρετικός

δοξοκαλία

δοξοκομπέω-ῶ
δοξο·καλία, ας () [κᾰ] infatuation de sa beauté, Plat. Phil. 49d ; Clém. Pæd. 2, 10, 109 ; 2, 3, 38.
Étym. δόξα, καλός.