δοξομανέω-ῶ

δοξομανής

δοξομανία
δοξο·μανής, ής, ές [] follement épris de gloire, Chrysipp. (Ath. 464d) ; Phil. 1, 564, 671 ; Jambl. V. Pyth. p. 118.
Étym. δόξα, μαίνομαι.